Να τη και η ανατολή,
απαλά σου χαμογελάει,
και τον δρόμο σου φωτίζει,
σαν θερμό φανάρι,
που αντιμάχεται ,
τα άδυτα νερά του Άδη,
Τον προορισμό σου φέγγει,
προς την πύλη την χρυσή,
όπου από πίσω υποβόσκουν,
κάθε λογής θησαυροί,
κόκκινοι, μπλε, πορτοκαλί,
θησαυροί αλλιώτικοι,
που τα μάτια σου δεν έχουν ξανά δει.
Καταφύγιο βρίσκεις, κάτω από τη σκιά,
του πλατάνου την πλατιά,
και για μια στιγμή, μόνο μια,
είναι λες και πάγωσε ο χρόνος,
και τα τριαντάφυλλα μυρίζεις,
απ' την ευωδία τους μεθάς,
αλλά τελικά ξανά ξυπνάς,
από την πικάντικη οσμή,
του γειτονικού βασιλικού.
Εργασία και μόχθος είναι το μυστικό,
δεν είσαι τίποτα άλλο,
παρά ένας ταπεινός κηπουρός.
Αλλά η αλήθεια είναι αυτή,
εσύ είσαι ο πλάστης
και η αρχιτεκτονική αρχή.
Ο χώρος αναπνέει,
με τη δική σου τη στοργή,
και αυτό σου προσφέρει ,
ικανοποίηση ψυχής.
Αυτή παραμονεύει στη γωνιά,
η ύαιανα, μια τσαχπινιά!
και βγάζει μια ύπουλη κραυγή,
όταν με τα κλειδιά της,
τον κήπο ανοίγει το ξημέρωμα.
Οδηγίες δίνει, συντονίζει και παρακολουθεί.
Το έργο σου δεν κατανοεί.
Τον κήπο δεν το βλέπει όπως εσύ.
Τον κορμό σου διαπερνά.
Την καρδιά σου κάνει να χτυπά,
κάθε τιτίβισμα πουλιού,
κάθε φύλλο δροσερό.
Αλλά γι'αυτή, σημασία δεν έχουν αυτά,
Το κελάηδισμα δεν της ανοίγει τα αφτιά,
και αλλεργία έχει στην ελιά,
εντομοκτόνο ξεκινάει να ξερνά.
Το μαυροφόρο το κοράκι,
με το ράμφος του το εύγλωττο,
το ασημένιο κλειδί φοράει,
την ιδιοκτησία την κρατάει.
και ενώ, είσαι απλά ένας κηπουρός,
δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό,
πως ο πραγματικός εραστής της γης,
δεν είναι άλλος, παρά εσύ,
που καλλιεργείς, δίχως ανταμοιβή.
και όχι το αρπακτικό,
που γεύεται τους θρεπτικούς καρπούς,
του μόχθου σου,
της λατρείας σου,
της αποστολής σου,
δίχως να μπορεί να τους χωνέψει.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου