Φεύγει η μπόρα και η βροχή,
και ο κόκορας ξεκινάει να λαλεί,
εφτά πήγε η ώρα το πρωί,
ξυπνάει ο λύκος με το χρυσό κλειδί.
Το βλέμμα του απλώνει, πάνω στα αχανή του τα χωράφια.
Τα γδύνει και τα παραβιάζει, με τα ληστρικά του μάτια.
Το μόνο που σκέφτεται το αρπακτικό του το μυαλό,
είναι το πως θα γευτεί τον πλούτο αυτόν,
μόνο για τον ίδιο του τον εαυτό...
Χωρίς καμία σκέψη για τον αδελφό.
Το πεπερασμένο του στομάχι βράζει,
δεν αντέχει άλλο, πάει να σκάσει!
Τις ατελείωτες επιθυμίες του δεν μπορεί να περιθάλψει.
Έχει κορεστεί από την ίδια του την τάση.
Άξιο απορίας είναι όμως και πάλι,
πως τον αδελφό του, δε γύρισε ποτέ να τον κοιτάξει.
Ένα ίχνος στοργής αρνείται να του χαρίσει.
Η ενσυναίσθηση μπορεί να στυλώνεται πάνω στο έδαφος,
αλλά η απάθεια έχει τις ρίζες της στο υπέδαφος.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου